Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της σαλιγκαροτροφίας στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον αυτό πηγάζει από την γενικότερη ανάγκη για την ενασχόληση με καινοτόμες επενδύσεις με παραγόμενα προϊόντα που θα βρίσκουν διέξοδο στην αγορά σε ικανοποιητικές τιμές.
Το εδώδιμο σαλιγκάρι Helix aspersa είναι ένα από τα σημαντικότερα είδη σαλιγκαριών σε παγκόσμια κλίμακα. Το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων αυτού του είδους που καταναλώνεται προέρχεται από συλλογή σαλιγκαριών από φυσικούς πληθυσμούς. Η ελάττωση των φυσικών πληθυσμών και η ανάγκη για ασφαλή προϊόντα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εκτροφείων σε πολλές χώρες του κόσμου όπου υπάρχουν φυσικοί πληθυσμοί αυτού του είδους.
Στη χώρα μας ο κλάδος της σαλιγκαροτροφίας δεν έχει αναπτυχθεί παρά το γεγονός ότι υπάρχουν όλες εκείνες οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή του και μάλιστα με συγκριτικό πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις περισσότερες χώρες όπου επιχειρείται να αναπτυχθεί η εκτροφή των σαλιγκαριών.
Από τα εδώδιμα είδη σαλιγκαριών μόνο η εκτροφή του Helix aspersa έχει αναπτυχθεί και είναι οικονομικά κερδοφόρα. Το σαλιγκάρι αυτό ενδείκνυται για την εκτροφή γιατί είναι πολύ παραγωγικό ζώο, έχει πολύ καλή συμπεριφορά στους υψηλούς συνωστισμούς που επικρατούν στις συνθήκες της εκτροφής, αντιπροσωπεύει το 40% της ποσότητας των σαλιγκαριών που καταναλώνονται σήμερα και η χονδρική τιμή πώλησης του στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή αγορά είναι πολύ υψηλή.
Η αναπαραγωγή στο χώρο πάχυνσης γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρου και η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινά στα μέσα Μαρτίου και λήγει στα μέσα Νοέμβριου. Ο χώρος πάχυνσης είναι δυκτιοκήπια ειδικά διαμορφωμένα για τις ανάγκες της εκτροφής. Εσωτερικά είναι διαχωρισμένα σε πάρκα πάχυνσης που διαθέτουν ηλεκτροφόρα περίφραξη, ταΐστρες και σκέπαστρα.
Με την εισαγωγή του γενετικού υλικού στο δυκτιοκήπιο στα μέσα Μαρτίου παρακολουθούμε τις γεννήσεις στα αρχικά πάρκα. Μετά από τις πρώτες γεννήσεις μεταφέρουμε τους γεννήτορες σε άλλα πάρκα και αρχίζει η εκκόλαψη και η διαδικασία της πάχυνσης . Tα νεαρά σαλιγκάρια αμέσως μετά την εκκόλαψη τους τοποθετούνται μέσα στις ταΐστρες. Εκεί μένουν για διάστημα 3 με 4 μηνών μέχρι να φτάσουν σε εμπορεύσιμο μέγεθος.
Στα δυκτιοκήπια η διατήρηση της απαιτούμενης υγρασίας για την αύξηση των σαλιγκαριών θα επιτυγχάνεται με σύστημα υδρονέφωσης. Η κατανάλωση νερού εξαρτάται από τη εποχή του έτους αλλά δεν ξεπερνά τα 1200 λίτρα την ημέρα ανά στρέμμα δικτυοκηπίου.
H θρέψη των σαλιγκαριών γίνεται με τεχνητό σιτηρέσιο που παρασκευάζεται από καλαμπόκι, σόγια, σιτάρι, κριθάρι, πίτουρο, ανθρακικό ασβέστιο και την προσθήκη ιχνοστοιχείων. Σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιούνται υποπροϊόντα τροφών και αντιβιώσεις γιατί μπορούν να αυξήσουν την θνησιμότητα κατά την αναπαραγωγή και την πάχυνση των σαλιγκαριών σε ποσοστά που μπορούν να φτάσουν το 90% του συνολικού πληθυσμού. Αν χρησιμοποιηθούν βιολογικές πρώτες ύλες το σιτηρέσιο μπορεί να πιστοποιηθεί και ως βιολογικό. Η σύσταση του σιτηρεσίου μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικιακή κλάση του σαλιγκαριού. O δείκτης κατανάλωσης τροφής είναι 1.8, δηλαδή για την παραγωγή ενός κιλού σαλιγκαριών απαιτούνται 1.8 kg τροφής. H τροφή δίνεται στα σαλιγκάρια μέσα σε ταΐστρες και ανανεώνεται δύο φορές την εβδομάδα.
Στη φύση τα σαλιγκάρια κινδυνεύουν από μεγάλο αριθμό σπονδυλωτών θηρευτών, όπως ποντίκια, νυφίτσες, κοράκια, καθώς και ασπόνδυλων, όπως δίπτερα, κολεόπτερα. Σε συνθήκες εκτροφής η κατασκευή των εγκαταστάσεων και σωστή διαχείριση των χώρων προστατεύει τα σαλιγκάρια από τους θηρευτές. Παράσιτα όπως νηματώδης και ακάρεα μπορεί να προσβάλουν τα σαλιγκάρια. Τα παραπάνω παράσιτα μειώνουν την αναπαραγωγική ικανότητα των σαλιγκαριών και αυξάνουν τα ποσοστά θνησιμότητας. Τα σαλιγκάρια δεν προσβάλλονται από ιούς.
Η παραγωγικότητα μιας μονάδας εκτροφής σαλιγκαριών υπολογίζεται ανά στρέμμα δυκτιοκηπίου και κυμαίνεται από 3,5 έως 6 τόνους το χρόνο.